- δαμασάνδρα
- δαμασάνδρᾱ , δαμασάνδραsubduer of menfem nom/voc/acc dualδαμασάνδρᾱ , δαμασάνδραsubduer of menfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμασάνδραν — δαμασάνδρᾱν , δαμασάνδρα subduer of men fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμάνδρα — Όνομα ενός μυθολογικού και ενός ιστορικού προσώπου. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, σύζυγος του βασιλιά της Αρκαδίας Έχεμου, μητέρα του Εύανδρου που μετανάστευσε στην Ιταλία. 2. Ερωμένη πιστή του Αλκιβιάδη από τα Ύκκαρα… … Dictionary of Greek